- κακοδιοικώ
- (Μ κακοδιοικῶ, -έω)διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοδιοικώ — κακοδιοίκησα, κακοδιοικήθηκα, κακοδιοικημένος, διοικώ κακώς, κακοκυβερνώ: Η επιχείρηση αυτή κακοδιοικείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοδιοίκηση — η η κακή διοίκηση χώρας, δήμου, επιχείρησης, νοικοκυριού, που οφείλεται σε αμέλεια, ανικανότητα ή άλλες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κακοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Παν. Γρατσιάτο] … Dictionary of Greek
κακοδιοίκητος — η, ο 1. (για χώρες, δήμους, επιχειρήσεις, νοικοκυριά κ.λπ.) αυτός που διοικείται με κακό τρόπο 2. αυτός που διοικείται δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek